- ολοστρόγγυλος
- -η, -ο (ΑΜ ὁλοστρόγγυλος, -ον)ο τελείως στρογγυλός, καταστρόγγυλος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο)-* + στρογγύλος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὁλοστρόγγυλος — entirely round masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ολοστρόγγυλος — η, ο ο τέλεια στρογγυλός, ο καταστρόγγυλος: Ολοστρόγγυλο τραπέζι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ολ(ο)- — (ΑΜ ὁλ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. όλος και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. τού ολόκληρου, τού ακέραιου (πρβλ. ολο μελής, ολό σωμος, ολό ψυχος). Το σύστημα τών συνθ. με α συνθετικό ολ(ο) … Dictionary of Greek
αμφικυκλικός — ή, ό ο καθ ολοκληρίαν κυκλικός, ολοστρόγγυλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμφι * + κυκλικός. Η λ. χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τον Σ. Σακελλαρόπουλο, φιλόλογο, το 1897] … Dictionary of Greek
αμφιστρόγγυλος — ἀμφιστρόγγυλος, ον (Α) εντελώς στρογγυλός, ολοστρόγγυλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + στρογγυλός] … Dictionary of Greek
ευτρόχαλος — εὐτρόχαλος και επικ. τ. ἐϋτρόχαλος, ον (Α) 1. αυτός που κινείται, γρήγορα ή ορμητικά 2. τελείως στρογγυλός, ολοστρόγγυλος 3. κυκλοτερής, στρογγυλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + τροχαλός «αυτός που τρέχει στρογγυλός» (< τρέχω)] … Dictionary of Greek
εύσφαιρος — εὔσφαιρος, ον (Μ) (κυρίως για μαργαριτάρια) ολοστρόγγυλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + σφαιρος (< σφαίρα), πρβλ. μεσό σφαιρος, οκτά σφαιρος] … Dictionary of Greek
εύτροχος — εὔτροχος, ον (ΑΜ), επικ. και λυρ. τ. ἐΰτροχος, ον (Α) μσν. αυτός που κινείται ελεύθερα αρχ. 1. αυτός που έχει ωραίους τροχούς ή που οι τροχοί του λειτουργούν καλά («ὃς κ ἰθύνοι ἡμιόνους καὶ ἅμαξαν ἐΰτροχον», Ομ. Ιλ.) 2. κυκλικός, ολοστρόγγυλος… … Dictionary of Greek
περίκυκλος — ον, Α 1. ο εντελώς σφαιροειδής, ολοστρόγγυλος 2. (η δοτ. ως επίρρ.) περικύκλῳ γύρω γύρω, ολόγυρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + κύκλος (πρβλ. υπό κυκλος)] … Dictionary of Greek
περιστρόγγυλος — ον, Α. [στρογγύλος] τελείως σφαιρικός, ολοστρόγγυλος … Dictionary of Greek